πρωτοπλάστης

πρωτοπλάστης
ο, Ν
1. βιολ. φυτικό ή βακτηριακό κύτταρο που δεν περιβάλλεται από περικυτταρικό σκληρό τοίχωμα
2. βοτ. (σχετικά με φυτικό κύτταρο) το κυτταρόπλασμα, ο πυρήνας, οι κυτταρικές μεμβράνες και τα κυτταρικά οργανίδια, χωρίς όμως το κυτταρικό τοίχωμα ή το χυμοτόπιο
3. φρ. «σύντηξη πρωτοπλαστών» — η πρόκληση τής ένωσης γυμνών, χωρίς κυτταρικό τοίχωμα, φυτικών κυττάρων, δηλαδή τών πρωτοπλαστών τους, υπό εργαστηριακές συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protoplast (< πρωτ[ο]-* + πλάστης (< πλάθω). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπλαστικός — ή, ό, Ν [πρωτοπλάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτοπλάστη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”